Aπ την σχολή του Θοδωρή Γεωργόπουλου
Τα τελευταία χρόνια έχει συζητηθεί πάρα πολύ το ζήτημα της τέταρτης χορδής στο μπουζούκι. Παρόλο που λέγεται ότι το 1953 ο Μανώλης Χιώτης πρόσθεσε την τέταρτη χορδή στο όργανο, η πραγματικότητα είναι ότι ο Στεφανάκης Σπιτάμπελος μύησε τον Μανώλη Χιώτη στις τέσσερις χορδές του μπουζουκιού. Αργότερα στην Αμερική, ο Τσιμπίδης έβαλε και πέμπτη χορδή (ρε, λα, φα ντο, σολ, όπου η σολ ήταν η
χορδή που σόλαρε ο οργανοπαίκτης). Το τετράχορδο
μπουζούκι υπάρχει από το 1912. Ο Στεφανάκης Σπιτάμπελος εμφανίζει στην
πιάτσα ένα εριβάν. Το εριβάν ήταν ένα όργανο δικής του εμπνεύσεως:
μπουζουκοκίθαρο. Το όργανο αυτό είναι λίγο μικρότερο από μπουζούκι και
το μπράτσο του λίγο πιο κοντό, ενώ δεν είναι γνωστό πώς κουρδίζεται.
Φέρει τέσσερις διπλές χορδές. Ο Σπιτάμπελος είναι ο δάσκαλος του Χιώτη.
Αν θεωρήσουμε το εριβάν συγγενές με το μπουζούκι, τότε την τέταρτη
χορδή δεν την έχει βάλει ο Χιώτης αλλά ο Σπιτάμπελος. Πάντως,
ο Χιώτης πρωτόπαιξε τετράχορδο μπουζούκι στους δίσκους μετά το 1957. Το
οκτάχορδο ή τετράχορδο γεννήθηκε από το μηδέν. Ο Χιώτης ήθελε ένα
μπουζούκι που να κουρδίζεται και να έχει την ταστιέρα της κιθάρας. Στις
νότες μι, σι, σολ, ρε, όπου κούρδισαν αρχικά το όργανο, έσπαγαν οι
χορδές κι έτσι το κούρδισαν σε ρε, λα, φα, ντο, έναν τόνο δηλαδή πιο
κάτω από την κιθάρα. Η αλλαγή αυτή τον βοήθησε να τελειοποιήσει το
παίξιμό του και να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες στο
λαϊκό αυτό όργανο. Αξιοποίησε και τα πέντε δάχτυλα κι έδωσε αφάνταστη
ταχύτητα στην κίνηση τού αριστερού χεριού. Συνεπώς επέκτεινε και
διεύρυνε τις μελωδικές ικανότητες, την αρμονία και τις ηχητικές φόρμες
του παραδοσιακού οργάνου.
Από εκείνη τη στιγμή το όργανο κατηγορήθηκε πολύ και οι μπουζουξήδες χωρίστηκαν στους τετράχορδους και στους τρίχορδους. Χαρακτηριστικά, ο Άκης Πάνου έλεγε ότι το τετράχορδο μπουζούκι είναι μια κουτσή κιθάρα. «Το σημαντικό δεν είναι πόσες χορδές έχει ένα όργανο, γιατί το όργανο από μόνο του δεν λέει τίποτα. Σημασία είχε η πρόθεση των καλλιτεχνών. Με τα μπουζούκια δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί. Του ίδιου του αρέσουν και τα δύο. Εξάλλου ο Χιώτης είχε παίξει τρίχορδο και είχε τελειώσει μ’ αυτό. Το είχε φτάσει στα όριά του. Θα μπορούσε να είχε κάνει άλλα πράγματα και πάλι να έκανε εντύπωση. Δεν είναι ουσιώδες αν πρόσθεσε ή αφαίρεσε χορδή. Σημασία έχει το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα της μουσικής του Χιώτη όλοι το διακρίνουμε· άφησε ιστορία στα μουσικά δρώμενα» λέει ο Χρήστος Κωνσταντίνου. Είναι γεγονός ότι το τετράχορδο παίζεται λίγο διαφορετικά από το τρίχορδο μπουζούκι. Αλλά, άμα σκεφτεί κανείς ότι οι περισσότεροι παίζουν στις δύο πρώτες χορδές, η μόνη σημαντική διαφορά είναι ότι με το τρίχορδο παίζουν κυρίως οριζόντια, ενώ το τετράχορδο παίζεται κάθετα (αρμονία). Είναι δύο διαφορετικές σχολές, που η καθεμιά δημιουργήθηκε από ανάλογες ανάγκες. Οι μεγάλοι μπουζουξήδες είναι μεγάλοι μπουζουξήδες· όποιο όργανο από τα δύο κι αν επιλέγουν, όταν δίνουν την ψυχή τους, το αποτέλεσμα είναι ανεπανάληπτο.
Αυτό το τόσο αγαπητό όργανο για ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, το οποίο είναι ίσως το μόνο μουσικό όργανο που συνδέει την ιστορία των Ελλήνων τόσο άρρηκτα στο πέρασμα των αιώνων, διάβηκε ανάμεσα από συμπληγάδες μέχρι να καθιερωθεί και να πάψει να είναι παράνομο. Γνωστοί είναι οι διωγμοί που είχε υποστεί από όλες τις δικτατορίες που κατά καιρούς είχαν επιβληθεί στην Ελλάδα μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα. Γνωστές ήταν και οι μάχες που έδωσαν τόσο ο Μίκης Θεοδωράκης όσο και ο Μάνος Χατζιδάκις για την καθιέρωση τού οργάνου. Όταν ο Θεοδωράκης, ο Χιώτης και ο Μπιθικώτσης έγραφαν τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, είχαν κατηγορηθεί ακόμη και από αριστερά έντυπα της εποχής ότι χρησιμοποιούν ένα τούρκικο όργανο του περιθωρίου. Σε αυτόν τον τόπο, όπου το τραγούδι είναι η αιχμή του δόρατος του πολιτισμού, το μπουζούκι θα διατράνωνε τον πρωταγωνιστικό ρόλο που του έγραψε η ιστορία.
Τα τελευταία χρόνια έχει συζητηθεί πάρα πολύ το ζήτημα της τέταρτης χορδής στο μπουζούκι. Παρόλο που λέγεται ότι το 1953 ο Μανώλης Χιώτης πρόσθεσε την τέταρτη χορδή στο όργανο, η πραγματικότητα είναι ότι ο Στεφανάκης Σπιτάμπελος μύησε τον Μανώλη Χιώτη στις τέσσερις χορδές του μπουζουκιού. Αργότερα στην Αμερική, ο Τσιμπίδης έβαλε και πέμπτη χορδή (ρε, λα, φα ντο, σολ, όπου η σολ ήταν η
Από εκείνη τη στιγμή το όργανο κατηγορήθηκε πολύ και οι μπουζουξήδες χωρίστηκαν στους τετράχορδους και στους τρίχορδους. Χαρακτηριστικά, ο Άκης Πάνου έλεγε ότι το τετράχορδο μπουζούκι είναι μια κουτσή κιθάρα. «Το σημαντικό δεν είναι πόσες χορδές έχει ένα όργανο, γιατί το όργανο από μόνο του δεν λέει τίποτα. Σημασία είχε η πρόθεση των καλλιτεχνών. Με τα μπουζούκια δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί. Του ίδιου του αρέσουν και τα δύο. Εξάλλου ο Χιώτης είχε παίξει τρίχορδο και είχε τελειώσει μ’ αυτό. Το είχε φτάσει στα όριά του. Θα μπορούσε να είχε κάνει άλλα πράγματα και πάλι να έκανε εντύπωση. Δεν είναι ουσιώδες αν πρόσθεσε ή αφαίρεσε χορδή. Σημασία έχει το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα της μουσικής του Χιώτη όλοι το διακρίνουμε· άφησε ιστορία στα μουσικά δρώμενα» λέει ο Χρήστος Κωνσταντίνου. Είναι γεγονός ότι το τετράχορδο παίζεται λίγο διαφορετικά από το τρίχορδο μπουζούκι. Αλλά, άμα σκεφτεί κανείς ότι οι περισσότεροι παίζουν στις δύο πρώτες χορδές, η μόνη σημαντική διαφορά είναι ότι με το τρίχορδο παίζουν κυρίως οριζόντια, ενώ το τετράχορδο παίζεται κάθετα (αρμονία). Είναι δύο διαφορετικές σχολές, που η καθεμιά δημιουργήθηκε από ανάλογες ανάγκες. Οι μεγάλοι μπουζουξήδες είναι μεγάλοι μπουζουξήδες· όποιο όργανο από τα δύο κι αν επιλέγουν, όταν δίνουν την ψυχή τους, το αποτέλεσμα είναι ανεπανάληπτο.
Αυτό το τόσο αγαπητό όργανο για ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, το οποίο είναι ίσως το μόνο μουσικό όργανο που συνδέει την ιστορία των Ελλήνων τόσο άρρηκτα στο πέρασμα των αιώνων, διάβηκε ανάμεσα από συμπληγάδες μέχρι να καθιερωθεί και να πάψει να είναι παράνομο. Γνωστοί είναι οι διωγμοί που είχε υποστεί από όλες τις δικτατορίες που κατά καιρούς είχαν επιβληθεί στην Ελλάδα μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα. Γνωστές ήταν και οι μάχες που έδωσαν τόσο ο Μίκης Θεοδωράκης όσο και ο Μάνος Χατζιδάκις για την καθιέρωση τού οργάνου. Όταν ο Θεοδωράκης, ο Χιώτης και ο Μπιθικώτσης έγραφαν τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, είχαν κατηγορηθεί ακόμη και από αριστερά έντυπα της εποχής ότι χρησιμοποιούν ένα τούρκικο όργανο του περιθωρίου. Σε αυτόν τον τόπο, όπου το τραγούδι είναι η αιχμή του δόρατος του πολιτισμού, το μπουζούκι θα διατράνωνε τον πρωταγωνιστικό ρόλο που του έγραψε η ιστορία.
Ο πρώτος μπουζουξής, ο οποίος
υπήρξε σημαντικός συνθέτης και σταθμός στην εξέλιξη του λαϊκού
τραγουδιού, ήταν ο Μάρκος Βαμβακάρης, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι ο
Γιοβάν Τσαούς ή Γιάννης Εϊτζιρίδης, ο Μπάτης, ο Δελιάς κι άλλοι πολλοί
μπουζουξήδες δεν ήταν αξιόλογοι και δεν άφησαν τη δική τους ιστορία. Ο
Βαμβακάρης έπαιζε τρίχορδο και επηρέασε τη λαϊκή μουσική της εποχής του
σημαντικότατα: εκμεταλλεύτηκε περίτεχνα την δομή των λαϊκών δρόμων στα
τραγούδια του και χρησιμοποίησε τα διαφορετικά κουρδίσματα για το
μπουζούκι, τα λεγόμενα ντουζένια. Λογικά λοιπόν θεωρείται από πολλούς ο
(Πατριάρχης) συνθέτης που γεφύρωσε ομαλά το δημοτικό με το ρεμπέτικο
τραγούδι.
Στη συνέχεια, ο Βασίλης Τσιτσάνης διεύρυνε κι εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με όργανα όπως το ακορντεόν και το πιάνο, καθιέρωσε και τελειοποίησε τη χρήση της δεύτερης φωνής στα λαϊκά τραγούδια . Γενικά ο Τσιτσάνης ήταν εκείνος που αναμόρφωσε το ρεμπέτικο τραγούδι και, από τραγούδι των περιθωριακών και του τεκέ, το έκανε πιο προσιτό στις μεγάλες αστικές κοινωνικές μάζες. Τέλος, έρχεται ο Μανώλης Χιώτης, ο οποίος χρησιμοποιώντας την τέταρτη χορδή, ανέπτυξε τη δεξιοτεχνία του οργάνου, εμπλουτίζοντας ακόμη περισσότερο το ηχόχρωμα της ελληνικής λαϊκής ορχήστρας με χάλκινα πνευστά και περισσότερα κρουστά και ιδιόφωνα όργανα.
Στη συνέχεια, ο Βασίλης Τσιτσάνης διεύρυνε κι εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με όργανα όπως το ακορντεόν και το πιάνο, καθιέρωσε και τελειοποίησε τη χρήση της δεύτερης φωνής στα λαϊκά τραγούδια . Γενικά ο Τσιτσάνης ήταν εκείνος που αναμόρφωσε το ρεμπέτικο τραγούδι και, από τραγούδι των περιθωριακών και του τεκέ, το έκανε πιο προσιτό στις μεγάλες αστικές κοινωνικές μάζες. Τέλος, έρχεται ο Μανώλης Χιώτης, ο οποίος χρησιμοποιώντας την τέταρτη χορδή, ανέπτυξε τη δεξιοτεχνία του οργάνου, εμπλουτίζοντας ακόμη περισσότερο το ηχόχρωμα της ελληνικής λαϊκής ορχήστρας με χάλκινα πνευστά και περισσότερα κρουστά και ιδιόφωνα όργανα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου