Απ την σχολή Θ.Γεωργοπουλου ``ενχορδο``
Εβαζε στο μπουζούκι φωτιά Δεξιοτέχνης στο τρίχορδο μπουζούκι.
Ικανός να παίζει ένα καταπληκτικό ταξίμι επί 20 λεπτά χωρίς να επαναλαμβάνει ποτέ την ίδια μουσική φράση.Δεν ήθελε να ενταχθεί σε μεγάλες ορχήστρες ή να υποκύψει στο «σύστημα». Γοητευτικά ιδιόρρυθμος ήταν, π.χ., ο άνθρωπος που έκανε μεγάλη καριέρα στην Αμερική και διάσημους φίλους όπως τον Μπομπ Ντίλαν ή τον Τζακ Νίκολσον και τα εγκατέλειψε όλα εν μία νυκτί για να επιστρέψει στην Ελλάδα το 1974 συγκλονισμένος από την τραγωδία της Κύπρου.
Γεννημένος στην Κοκκινιά το 1933, γιος τσαγκάρη, ο Ιορδάνης Τσομίδης ήταν ένα παιδί με δύο μεγάλα ταλέντα: στη μουσική και τον αθλητισμό. Το πρώτο μουσικό όργανο που πιάνει στα χέρια του είναι το μαντολίνο που ανήκε στον εκτελεσθέντα το '44 στο μπλόκο της Κοκκινιάς από τους Γερμανοτσολιάδες μεγαλύτερο αδελφό του, Γιώργο. Λίγο αργότερα, το '48, πρωτοπιάνει στα χέρια του και μπουζούκι, δανεικό από το κουρείο της γειτονιάς του.
Μαγεύεται...Αεικίνητος, όταν δεν δουλεύει στο τσαγκαράδικο ή δεν παίζει μπουζούκι, ασχολείται με τον αθλητισμό. Πολύ νωρίτερα από τα 13 του έχει μάθει τόσο καλά το μπουζούκι που δίνει μαθήματα και σε άλλους. Αρχίζει, μάλιστα, με τους φίλους του για το χαρτζιλίκι να παίζει σε ταβέρνες της Κοκκινιάς. Η πρώτη του επίσημη δουλειά, όμως, είναι στην ταβέρνα «Φοίνικες» στον Κορυδαλλό. Ανήσυχο πνεύμα, το σκάει από το σπίτι του το '57 και πηγαίνει στον Βόλο. Και λίγους μήνες αργότερα φεύγει για την Αμερική. Σταθμοί στη Νέα Υόρκη, στο Λος Αντζελες, στο Χόλιγουντ. Δουλεύει πρώτα σε κέντρα της ελληνικής ομογένειας και αργότερα σε κρουαζιερόπλοια και καζίνο.
Συνεργάζεται με τον σαξοφωνίστα Φιλ Γουντς και μαζί βγάζουν το 1967 τον τζαζ δίσκο «Greek Cooking» στον οποίο ο Τσομίδης ερμηνεύει κομμάτια από τον «Ζορμπά» του Θεοδωράκη και μουσική από το φιλμ «Σαμψών και Δαλιδά». Στην Ελλάδα γυρίζει το 1974, συνεχίζει όμως να περιοδεύει με το μπουζούκι του στην Ευρώπη και την Αμερική.
Ηχογραφεί ζωντανά εμφανίσεις του στην Ολλανδία, στη Γερμανία και βέβαια στις ΗΠΑ. Οκτώ τέτοιοι δίσκοι του κυκλοφόρησαν συνολικά. «Λαμπρό δείγμα της τέχνης του ελληνικού μπουζουκιού... παίξιμο εκφραστικό χωρίς η δεξιοτεχνία να γίνεται αυτοσκοπός, τραγούδι δυνατό κι αφτιασίδωτο που φανερώνει με περηφάνια, αλλά χωρίς έπαρση τα όσα έχει περάσει», γράφει τότε ο Λάμπρος Λιάβας.
Με σποραδικές εμφανίσεις στο «Ταξίμι», στο «Εναλλάξ» και στη Χαλκίδα, ο Τσομίδης διατηρεί μέχρι τέλους την αυτονομία του. «Δουλεύω», εξηγούσε, «όποτε μου γουστάρει κι όπου θέλω. Είμαι μόνος και ήσυχος...».
Εβαζε στο μπουζούκι φωτιά Δεξιοτέχνης στο τρίχορδο μπουζούκι.
Ικανός να παίζει ένα καταπληκτικό ταξίμι επί 20 λεπτά χωρίς να επαναλαμβάνει ποτέ την ίδια μουσική φράση.Δεν ήθελε να ενταχθεί σε μεγάλες ορχήστρες ή να υποκύψει στο «σύστημα». Γοητευτικά ιδιόρρυθμος ήταν, π.χ., ο άνθρωπος που έκανε μεγάλη καριέρα στην Αμερική και διάσημους φίλους όπως τον Μπομπ Ντίλαν ή τον Τζακ Νίκολσον και τα εγκατέλειψε όλα εν μία νυκτί για να επιστρέψει στην Ελλάδα το 1974 συγκλονισμένος από την τραγωδία της Κύπρου.
Γεννημένος στην Κοκκινιά το 1933, γιος τσαγκάρη, ο Ιορδάνης Τσομίδης ήταν ένα παιδί με δύο μεγάλα ταλέντα: στη μουσική και τον αθλητισμό. Το πρώτο μουσικό όργανο που πιάνει στα χέρια του είναι το μαντολίνο που ανήκε στον εκτελεσθέντα το '44 στο μπλόκο της Κοκκινιάς από τους Γερμανοτσολιάδες μεγαλύτερο αδελφό του, Γιώργο. Λίγο αργότερα, το '48, πρωτοπιάνει στα χέρια του και μπουζούκι, δανεικό από το κουρείο της γειτονιάς του.
Μαγεύεται...Αεικίνητος, όταν δεν δουλεύει στο τσαγκαράδικο ή δεν παίζει μπουζούκι, ασχολείται με τον αθλητισμό. Πολύ νωρίτερα από τα 13 του έχει μάθει τόσο καλά το μπουζούκι που δίνει μαθήματα και σε άλλους. Αρχίζει, μάλιστα, με τους φίλους του για το χαρτζιλίκι να παίζει σε ταβέρνες της Κοκκινιάς. Η πρώτη του επίσημη δουλειά, όμως, είναι στην ταβέρνα «Φοίνικες» στον Κορυδαλλό. Ανήσυχο πνεύμα, το σκάει από το σπίτι του το '57 και πηγαίνει στον Βόλο. Και λίγους μήνες αργότερα φεύγει για την Αμερική. Σταθμοί στη Νέα Υόρκη, στο Λος Αντζελες, στο Χόλιγουντ. Δουλεύει πρώτα σε κέντρα της ελληνικής ομογένειας και αργότερα σε κρουαζιερόπλοια και καζίνο.
Συνεργάζεται με τον σαξοφωνίστα Φιλ Γουντς και μαζί βγάζουν το 1967 τον τζαζ δίσκο «Greek Cooking» στον οποίο ο Τσομίδης ερμηνεύει κομμάτια από τον «Ζορμπά» του Θεοδωράκη και μουσική από το φιλμ «Σαμψών και Δαλιδά». Στην Ελλάδα γυρίζει το 1974, συνεχίζει όμως να περιοδεύει με το μπουζούκι του στην Ευρώπη και την Αμερική.
Ηχογραφεί ζωντανά εμφανίσεις του στην Ολλανδία, στη Γερμανία και βέβαια στις ΗΠΑ. Οκτώ τέτοιοι δίσκοι του κυκλοφόρησαν συνολικά. «Λαμπρό δείγμα της τέχνης του ελληνικού μπουζουκιού... παίξιμο εκφραστικό χωρίς η δεξιοτεχνία να γίνεται αυτοσκοπός, τραγούδι δυνατό κι αφτιασίδωτο που φανερώνει με περηφάνια, αλλά χωρίς έπαρση τα όσα έχει περάσει», γράφει τότε ο Λάμπρος Λιάβας.
Με σποραδικές εμφανίσεις στο «Ταξίμι», στο «Εναλλάξ» και στη Χαλκίδα, ο Τσομίδης διατηρεί μέχρι τέλους την αυτονομία του. «Δουλεύω», εξηγούσε, «όποτε μου γουστάρει κι όπου θέλω. Είμαι μόνος και ήσυχος...».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου